βούτα

βούτα
η
1) большая кадка; ушат; 2) параша; 3) помойное ведро

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βούτα" в других словарях:

  • Βούτα — Βούτᾱ , Βούτης herdsman masc nom/voc/acc dual Βούτᾱ , Βούτης herdsman masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούτα — βούτᾱ , βούτης herdsman masc nom/voc/acc dual (doric) βούτᾱ , βούτης herdsman masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούτᾳ — Βούτᾱͅ , Βούτης herdsman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούτᾳ — βούτᾱͅ , βούτης herdsman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούτα — (I) η [βουτώ] 1. κατάδυση με το κεφάλι, βουτιά 2. αποπληξία 3. λαθροχειρία, κλοπή. (II) η βλ. βούτη …   Dictionary of Greek

  • βούτα — η μεγάλος κάδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοῦτα — Βούτης herdsman masc voc sg Βούτης herdsman masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοῦτα — βούτης herdsman masc voc sg (doric) βούτης herdsman masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούτας — Βούτᾱς , Βούτης herdsman masc acc pl Βούτᾱς , Βούτης herdsman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούτας — βούτᾱς , βούτης herdsman masc acc pl (doric) βούτᾱς , βούτης herdsman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούταν — Βούτᾱν , Βούτης herdsman masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»